- φρόκαλο
- τό1) сор, мусор; 2) веник;
§ μ' έκαμε φρόκαλο — он меня смешал с грязью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ μ' έκαμε φρόκαλο — он меня смешал с грязью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φρόκαλο — φρόκαλο, το και φροκάλι, το 1. ό,τι παρασύρεται στο σκούπισμα, το σκουπίδι. 2. η σκούπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρόκαλο — το, Ν 1. σκουπίδι, σαρίδι 2. συνεκδ. σκούπα 3. φρ. «μέ έκανε φρόκαλο» μού φέρθηκε με προσβλητικό τρόπο, με ταπείνωσε. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. φροκαλώ] … Dictionary of Greek
φροκάλι — το, Ν φρόκαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φιλοκάλιον «σκούπα», μέσω ενός τ. *φλοκάλι με ανομοίωση του λ σε ρ ] … Dictionary of Greek
φροκαλίδι — το, Ν υποκορ. τ. τού φρόκαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φροκαλίζω + κατάλ. ίδι (πρβλ. σκουπ ίδι)] … Dictionary of Greek
φροκαλιά — η, Ν [φροκάλι] φρόκαλο, σκούπα … Dictionary of Greek
φροκάλι — το βλ. φρόκαλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)